- αλβουμοειδή
- Φαρμακευτική ονομασία σειράς σωμάτων που έχουν στενή σχέση με τα λευκωματοσώματα και αποτελούν τα συστατικά πολλών ιστών, όπως του συνδετικού ιστού, των χονδροκυττάρων, του κερατοειδούς ιστού, των τενόντων κ.ά. Στα σώματα αυτά ανήκουν η γλουτίνη, η χονδρίνη, η κερατίνη, η μουκίνη και η ελαστίνη. Παρουσιάζουν τη γενική αντίδραση των πρωτεϊνοσωμάτων και με νιτρικό οξύ δίνουν κίτρινο χρώμα. Οι ουσίες αυτές είναι ιξώδεις και περιλαμβάνονται στις γλυκοζίνες, επειδή με την επίδραση οξέων μας δίνουν υδατάνθρακα και λευκωματοσώματα. Τα α. λέγονται και αλβουμινοΐδες ή πρωτεΐδες.
Dictionary of Greek. 2013.